πάρωρος — out of season masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρωρος — η, ο αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται αργά τη νύχτα, σε ώρα περασμένη, ο παράκαιρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάρωρον — πάρωρος out of season masc/fem acc sg πάρωρος out of season neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρώροις — πάρωρος out of season masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρώρους — πάρωρος out of season masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρωρα — πάρωρος out of season neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάρωροι — πάρωρος out of season masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοπάρωρο — το έξοδος για διασκέδαση ώς αργά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. του αμάρτυρου επιθ. *νυκτοπάρωρος (< νύξ, νυκτός + πάρωρος] … Dictionary of Greek
πάρηρος — και πάραρος και παρῶρος, ον, Α βλ. παρήορος … Dictionary of Greek
παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος … Dictionary of Greek